- υποδόχιον
- τὸ, Αβλ. ὑποδοχεῑον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποδοχείον — και ὑποδόχιον και ὑποδόχειον και ὑποδοχῑον, τὸ, Α [ὑποδοχεύς] 1. χώρος κατάλληλος για την αποθήκευση ψαριών, κρασιού, σιτηρών κ.ά. ειδών, αποθήκη 2. δεξαμενή 3. κοίλωμα για την υποδοχή τής στρόφιγγας τής πόρτας·4. πιθ. νηοδόχη 5. πανδοχείο 6. μτφ … Dictionary of Greek